Μα δεν ήταν εκεί και ας ξεσήκωσα τον κόσμο να τη βρω. Αναποδογύρισα κούτες, Πέταξα ποτήρια και πιατέλες και εκείνα τα μπολ για την σούπα που έσπασαν κατά τη μετακόμιση σε χίλια και δύο και τρία κομματάκια.
Σε χίλια και δύο και τρία κομματάκια. Έτσι όπως είχε σπάσει και η καρδιά μου. Μέχρι που ανάσανε και επανήλθε. Ναι πήρε εκείνες τις χίλιες και δύο και τρεις ανάσες για να σε νιώσει και να σε σεβαστεί.
Άφησα τα δάκρυα, τα χίλια και δυο μου να απορροφηθούν από τα μάγουλα μου και τα άλλα τρία τα άφησα να πέσουν στο πάτωμα. Σε έχασα και έχασα και εκείνη; Εκείνη που αποδείκνυε περίτρανα ότι υπήρξες ευτυχισμένη.
Και ας έφυγες και ας γέμισες το μέσα μου και χίλια και δύο και τρία κομματάκια. Ήσουν ευτυχισμένη κάποτε. Εκείνο το κάποτε αναζητούσα μέσα στις κούτες.
Μέσα σε εκείνη που είχε χαθεί μέσα στις χίλιες και δύο και τρεις μικρές κούτες. Πού ήταν άραγε καταχωνιασμένη. Όχι δεν θα τη πετούσα ποτέ. Θα την κρατούσα να μου θυμίζει εσένα. Τα κοντά σου μαλλιά που αναδείκνυαν το γυμνό λευκό λαιμό σου.
Αχ τι όμορφος που ήταν ο λαιμός σου, σαν του κύκνου απαλός και σοβαρός.
Αχ εκείνες τις ροζ τούφες που έσβηναν τα μαλλιά σου. Τις αγαπούσα και αυτές και ας μην ταίριαζαν με την σοβαρότητα της ιδιοσυγκρασίας μου.
Στα χίλια και δύο και τρία κομμάτια και η σοβαρότητα και η ιδιοσυγκρασία μου. Τι πήγε λάθος; Υπήρχε τόσο πάθος που δεν χωρούσε σε χίλιες και δύο και τρεις έρωτες, που δεν στένευε σε χίλιες και δύο και τρεις ζωές, που δεν άντεχε χίλια και δύο και τρία πάθη.
Αχ εκείνα τα πάθη μαζί σου, φάνταζαν παράδεισος και ουρανός και αυγή και ήλιος. Και όλα αυτά τα χίλια και δύο και τρία «αχ» δεν έφτασαν για να καλύψουν την αγάπη.
Κάθισα στο πάτωμα ανάμεσα στις κούτες και περίμενα με ανυπομονησία να εμφανιστεί εκείνη, η μόνη και μία ανάμνηση. Ναι μόνο μία! Δεν χρειαζόμουν χίλιες και δύο και τρείς αναμνήσεις. Χρειαζόμουν μόνο μία και την είχα χάσει. Και εκεί μέσα από τα θαμπωμένα μου μάτια την είδα να κρέμεται μίση έξω μίση μέσα σε μια κούτα. Την άρπαξα με τα χέρια μου και την αγκάλιασα.
Αγκάλιασα τις χίλιες και δύο και τρεις μέρες που ζήσαμε μαζί σε εκείνη τη πόλη.
Αλλά εγώ θα θυμάμαι τη μία και μοναδική στιγμή, εκείνη που γέλασες με τη ψύχη σου γιατί μαζί μου ανακάλυψες ότι μπορείς και γελάς. Μου έφτανε μόνο αυτή η μέρα για να συνεχίσω να αναπνέω και να ζω με μια ανάμνηση από τις χίλιες και δύο και τρεις αναμνήσεις.
Το γέλιο σου. Και εκείνη τη μέρα εγώ τη μέτρησα τη κάρδια σου και εκείνη γέλασε
Χίλιες και δύο και τρείς φορές.