Της Ελπίδας Πέτροβα
Ο Μάρκος πάρκαρε έξω ακριβώς από το σπίτι του. Πόσο τυχερός, σκέφτηκε.Πέντε χρόνια στην Κυψέλη δεύτερη φορά μπόρεσε να παρκάρει ακριβώς από έξω. Έσβησε τη μηχανή αλλά δε βγήκε από το αυτοκίνητο. Παρασκευή σήμερα και δεν είχε κανονίσει τίποτα απολύτως όπως και τις τελευταίες τέσσερις Παρασκευές. Όσο για το Σαββατοκύριακο κανένα σχέδιο. Ο κολλητός του είχε βρει γκόμενα το τελευταίο διάστημα. Περνούσε όλο τον ελεύθερο χρόνο μαζί της. Είχαν να βρεθούν για καφέ εδώ κι αιώνες. Αντιθέτως ο Μάρκος πριν δύο μήνες είχε χωρίσει με την Έλενα ύστερα απο τρία χρόνια. Εκείνη δηλαδή το πρότεινε. Είχε λέει βαρεθεί. Το τελευταίο εξάμηνο μάλιστα μισοσυγκατοικούσαν. Του είχε φορτώσει και το σκύλο της, τον Ζαν Κλωντ, ένα μικροκαμωμένο καφετί πάγκ με μπλε γλώσσα. Ακόμα περίμενε να ερθεί να τον πάρει. Ωχ, έπρεπε να τον βγάλει βόλτα τώρα. Πόσο βαριόταν. Ποτέ δεν αγαπούσε τα σκυλιά.
Με αργές κινήσεις βγήκε από το αμάξι και μπήκε στην πολυκατοικία. Περιμένωντας στο ασανσέρ κοιτάχτηκε για λίγο στον καθρέφτη πίσω του. Αν και ψηλός σα να καμπούριαζε λιγάκι. Τι του συνέβαινε; Είχε διαβάσει για την κατάθλιψη σ’ένα άρθρο. Λες;
Άνοιξε την εξώπορτα του σπιτιού του. Η δουλειά του τον καταπίεζε αυτό ήταν. Δεν άντεχε την υστερικιά προισταμένη του και τον ζηλόφθονο συνάδελφό του. Αρκετά. Μήπως είχε έρθει η ώρα για μια αλλαγή; Φοβόταν όμως. Τράβηξε το λουρί του σκύλου από τον καλόγερο και περίμενε. Πολύ ησυχία. Συνήθως ο Ζαν Κλωντ διέλυε τα πάντα στο πέρασμά του μόλις τον άκουγε. Κανένας ήχος, ούτε καν κλαψούρισμα.
-Ζαν Κλωντ, φώναξε. “Που είσαι αγόρι μου;”
Χτύπησε παλαμάκια. Νεκρική σιωπή.
-Ζαν Κλωντ; Ζαν Κλωντ;
Τρέχοντας έμπαινε από υπνοδωμάτιο σε μπάνιο και κουζίνα. Άφαντος ο σκύλος. Ο Μάρκος χλώμιασε. Η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή. Για μια στιγμή σα να αφουγκράστηκε ένα σύρσιμο κάτω από το τραπέζι του σαλονιού. Έσκυψε και τι να δει. Ο σκύλος να βαριανασαίνει με τη γλώσσα κρεμασμένη στο πάτωμα και μάτια κενά.
-Ζαν Κλωντ Θέε μου, ούρλιαξε ο Μάρκος.
Τον τράβηξε από κάτω προσεχτικά. Του χάιδεψε τη μουσούδα. Άγγιξε την πλάτη του, τα ποδαράκια του. Δεν ήξερε τι να κάνει. Το σκυλί απλά κουνούσε την πατούσα του σα να τον χαιρετούσε.
Έψαξε στο κινητό του. Βρήκε το τηλέφωνο της κτηνιάτρου. Σε μισή ώρα μπορούσε να τον δεχτεί. Ευτυχώς το ιατρείο δεν ήταν μακριά. Σήκωσε το πάγκ με ευλάβεια, το σκέπασε με την κουβερτούλα του και όσο πιο σταθερά μπορούσε κατευθύνθηκε στο κτηνιατρείο. Στη διαδρομή του κρατούσε το ποδαράκι σφιχτά. Μόλις έφτασε η κτηνίατρος τους υποδέχτηκε ανήσυχη.
-Περάστε από δω.
Πρώτη φορά έφερνε εκείνος τον σκύλο. Συνήθως η Έλενα ασχολούνταν με αυτά. Η γιατρός ζήτησε απο τον Μάρκο να περιμένει στο σαλονάκι όσο εκείνη εξέταζε τον Ζαν Κλωντ. Ο Μάρκος βγήκε απο το ιατρείο και άναψε ένα τσιγάρο. Προσπαθούσε να το κόψει αλλά σήμερα δεν ήταν η κατάλληλη μέρα. Κοίταξε το ρολόι του. Πόση ώρα ήταν μέσα; Τι συνέβαινε; Τα χέρια του έτρεμαν. Άκουσε να χτυπάνε το τζάμι. Η γιατρός. Ο Μάρκος πρόσεξε τα κόκκινα φουντωτά μαλλιά της. Στο πρόσωπο σκόρπιες φακίδες χάριζαν μια νότα αθωότητας και ζεστασιάς.
-Τι έγινε γιατρέ; Ο Ζαν Κλωντ;
-Μπορείς να με φωνάζεις Κατερίνα. Ο Ζαν Κλωντ είναι καλά. Μια μικρή δηλητηρίαση έπαθε.
-Μπορώ να τον δω;
-Φυσικα
Παραμέρισε ένα παραβάν και βρέθηκαν μέσα σε ένα δωμάτιο όπως των οδοντιάτρων, μόνο που στο κέντρο είχε ένα τραπεζάκι με τον Ζαν Κλωντ ξαπλωμένο πάνω. Ο Μάρκος έτρεξε να τον αγκαλιάσει. Ο σκύλος που είχε συνέλθει κούνησε την ουρά του.
-Μπαγασάκο με τρόμαξες, γέλασε ο Μάρκος χαιδεύοντας την πλάτη του ασταμάτητα.
Ο Ζαν Κλωντ πετάχτηκε όρθιος κι έγλειψε τον Μάρκο στο μάγουλο. Τον κοίταξε μέσα στα μάτια και μετά του έγλειψε και το άλλο μάγουλο. Έχουσε τη μουσούδα του στο λαιμό του Μάρκου.
-Το καλύτερο φιλί που μου έχουν δώσει είναι αυτό άτιμε.
Η Κατερίνα χαμογέλασε. Κοιτάχτηκαν για λίγο με το Μάρκο.
-Θα ήθελες να πάμε για ένα καφέ αύριο, την ρώτησε.
-Ξέρω ένα καταπληκτικό μέρος και για τους τρεις, είπε η κοπέλα.
Ο Ζαν Κλωντ γαύγισε χαρούμενα γυρίζοντας γύρω από τον εαυτό του.