Εσύ πότε θα έκανες την επανάσταση σου;
Της Μαρίστης Μπουρνουσούζη
Η μητέρα του είχε τρέλα με την ζαχαροπλαστική. Πάντα στα πάρτι έφτιαχνε περίεργα και πολύχρωμα γευστικότατα γλυκάκια. Πάστες σιροπιαστά και ό,τι άλλο έβαζες με το νου σου. Και όλα ήταν όμορφα στολισμένα με περίεργα και καλόγουστα σχέδια. Δεν ήταν δηλαδή μόνο νοστιμότατα αλλά και πανέμορφα. Τα κοίταζες, τα γευόσουν και δεν ήθελες να τα φας για να μη τα χαλάσεις. Έτσι ο γιος της από μικρός την περιεργαζόταν με πόσο μεράκι και αγάπη τα έφτιαχνε και πόσο χαρούμενη ήταν με το αποτέλεσμα της. Ήταν το ίδιο ευτυχισμένη με το όταν τον αγκάλιαζε και έπαιζε μαζί του.
Το ταλέντο αυτό και η αγάπη για τα γλύκα πέρασε στον γιο της, ο οποίος από μικρός την βοηθούσε σε αυτά. Του άρεσαν. Φυσικά όλοι νόμιζαν ότι αυτό ήταν απλά ένα χόμπι, μια ευχάριστη ενασχόληση στον ελεύθερο του χρόνο . Όμως εκείνος ήθελε να δημιουργήσει… Να μεγαλώσει μέσα στις μεγαλύτερες και στις πιο φημισμένες κουζίνες. Να δώσει τη δίκη του πνοή στη ζαχαροπλαστική.
Οι γονείς του όμως είχαν άλλα σχέδια. Υπήρξε καλός μαθητής. Σκοπός τους ήταν να ασχοληθεί με το ασφαλιστικό γραφείο του πατέρα του. «Ο ασφαλιστής στις μέρες μας είναι μια αξιόπιστη δουλεία, με κύρος και χρήματα» έλεγε ξανά και ξανά ο πατέρας του. Ο Γρηγόρης όμως, δεν μπορούσε ούτε να φανταστεί τον εαυτό του πίσω από ένα γραφείο, δεν μπορούσε να διανοηθεί ούτε σαν ιδέα να κάνει την δουλειά του πατέρα του…
Όταν είχε μπει στην εφηβεία, στα 16 του χρόνια κιόλας, ζήτησε από τους γονείς του να πάει να εργαστεί σε ένα καφέ που ήταν και ένα από τα μεγαλύτερα ζαχαροπλαστεία στο νησί. Ήταν έξυπνος, δεν τους είχε πει ποτέ το όνειρο του για να προλάβει τουλάχιστον να το κυνηγήσει, να προλάβει να το ζήσει έστω και για λίγο. Στους γονείς του είχε πει ότι ήθελε να απογαλακτιστεί, να βγάλει τα δικά του χρήματα. Έτσι τα καλοκαίρια εργαζόταν ως σερβιτόρος αρχικά και ύστερα μπήκε στην κουζίνα. Οι ιδιοκτήτες είδαν το ταλέντο του και το πόσο αγαπούσε αυτό που έκανε, που του αύξησαν τον μισθό και τον παρότρυναν να πάει σε μια σχόλη ζαχαροπλαστικής, μάλιστα του πρότειναν τις καλύτερες σχόλες που υπήρχαν τότε στην Αθήνα.
Ο Γρηγόρης μάζευε τα χρήματα από τη καλοκαιρινή του ενασχόληση τα κρατούσε για να πάει σε μία φημισμένη σχόλη. Μάλιστα κρυφά άρχισε να δουλεύει και το χειμώνα στην κουζίνα. Καθώς τα γλύκα του έκαναν θραύση. Όλο το νησί είχε να λέει τα καλύτερα για τα γλυκά του Γρηγόρη. Οι γονείς του υπερηφανεύονταν γι’ αυτό μην γνωρίζοντας τον πραγματικό του σκοπό. Τους διαβεβαίωνε ότι του άρεσε πάρα πολύ η δουλεία του ασφαλιστή και ανυπομονούσε να πάει στο πανεπιστήμιο.
Πέρασε στο πανεπιστήμιο και παράλληλα ο Γρηγόρης γράφτηκε σε μία σχολή ζαχαροπλαστικής ενώ βρήκε δουλειά αμέσως σε ένα ξενοδοχείο. Το ταλέντο του κέρδισε χωρίς δεύτερη σκέψη τον επικεφαλή σεφ, παρά τις επιφυλάξεις του νεαρού της ηλικίας του.
Όλα πήγαιναν πολύ καλά. Στη σχόλη ήταν άριστος, στην δουλειά άριστος. Το πανεπιστήμιο δεν τον έβλεπε, ενώ είχε πει χιλιάδες ψέματα στους γονείς του ότι θα αποφοιτήσει με άριστα. Το τέλος έφτανε και δεν ήξερε πως να τους πει ότι δεν θέλει να γίνει ασφαλιστής, δεν θέλει να κάνει κάτι τέτοιο. Πώς να τους πει ότι ήδη είχε ασχοληθεί με την ιδιαίτερη αγάπη του, τη ζαχαροπλαστική και είχε γίνει τρανός στο κύκλο του. Όταν άρχισε να μιλάει σιγανά σχεδόν ψιθυριστά. Οι γονείς του άρχισαν να φωνάζουν, δεν μπορούσαν να πιστέψουν στα αυτιά τους. Ένας ζαχαροπλάστης δεν έχει καριέρα έλεγαν, δεν έχει σταθερά χρήματα… ο μονόλογος δεν σταματούσε.
Ο Γρηγόρης ένιωθε πόνο. Οι γονείς του ποτέ δεν ήταν δίπλα για αυτόν και τα όνειρα του. Ό,τι είχε καταφέρει, το είχε κάνει ολομόναχος. Δεν μπορούσε να τους αφήσει, δεν μπορούσε να νιώσει τον πόνο της αποκλήρωσης. Είχε βάλει τα κλάματα αλλά οι γονείς του συνέχιζαν το θέατρο του παραλόγου. Δεν μπορούσαν να κατανοήσουν την αγάπη του, το όνειρο του και το ταλέντο του. Έτσι ο Γρηγόρης τα παράτησε όλα, διάβασε για τρία χρόνια, πήρε το πτυχίο του, πήγε στο νησί, έκανε τον ασφαλιστή. Τον «έκανε» γιατί δεν το ένιωθε, δεν ένιωθε ότι ήταν. Οι γονείς του καμάρωναν. Και πότε πότε έφτιαχνε και τα υπέροχα γλυκίσματα…
Όταν πια οι γονείς του ήταν μεγάλοι, ο Γρηγόρης δεν άντεχε άλλο, 15 χρόνια τα ένιωθε χαμένα, ήταν άπραγος και αντιπαραγωγικός. Το ασφαλιστήριο δεν πήγαινε καθόλου καλά, οι γονείς του του έδιναν χρήματα από τη σύνταξη τους για να βγάλει τα έξοδα του.
Μια μέρα σηκώθηκε από το κρεβάτι μόνος και έρημος, ένιωθε να του έχουν ξεριζώσει την καρδιά, το ίδιο αίσθημα είχε κάθε πρωί εδώ και 15 χρόνια. Πήγε στο ασφαλιστήριο έκανε μερικά τηλεφωνήματα και έβαλε λουκέτο. Ύστερα από μέρες άρχισαν εργασίες. Και ύστερα από 3 μήνες εργασίας ….. το ζαχαροπλαστείο ήταν έτοιμο. Το όνομα : «το μεράκι του Γρηγόρ»
Μετά από τόσα χρόνια είχε κάνει τη μεγάλη κίνηση. Και είχε κερδίσει έστω και καθυστερημένα. Το ζαχαροπλαστείο έγινε αλυσίδα σε όλη την Ελλάδα. Στο νησί δε, έκαναν ουρές για να δοκιμάσουν τα γλυκίσματα του. Κοντά του είχε εκπαιδεύσει εκατοντάδες νέους. Είχε ανοίξει και τη δίκη του σχολή, τη σχόλη του Γρηγόρη…. Οι γονείς του καμάρωναν και παράλληλα θύμωναν με τον εαύτο τους, με το πόσο χειριστικοί ήταν, με το πόσο χρόνο στέρησαν από την ζωή του ίδιου τους του γιου!