Της Μαρίστης Μπουρνουσούζη
Ένας κύριος γύρω στα σαράντα κάθεται αμήχανα στην απέναντι πολυθρόνα. Προσπαθεί να σταματήσει τα δάκρυα που καίνε τα μάτια του. Είναι δάκρυα χαράς, θαρρώ, καθώς ανακοινώνει φωναχτά στο τηλέφωνο, μάλλον σε κάποιο συγγενικό του πρόσωπο ότι η γυναίκα του τελικά γέννησε ένα υγιέστατο κοριτσάκι. Τα δάκρυα ξεχειλίζουν από τα μάτια του. Κλείνει το τηλέφωνο. Σκύβω και του δίνω ένα πακέτο με χαρτομάντιλα. Τον κοιτώ στα μάτια και του λέω να σου ζήσει.
-Ευχαριστώ να σαι καλά. Εσείς γεννήσατε; Μου απάντα γεμάτος καλοσύνη και χαρά ενώ σκουπίζει τα μάτια του.
-Ναι τώρα μόλις, του απαντάω με ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά. Ένα αγοράκι που δεν σταματούσε να κλαίει. Να δεις θα μας βγει φωνακλάς!
Εκείνος γελάει με αναφιλητά και μου απαντάει μεστά.
-Υγεία να υπάρχει και όλα τα άλλα έρχονται.
-Ναι θα συμφωνήσω σε αυτό. Πρώτα την υγειά μας να έχουμε.
Τα δάκρυα του δεν σταματούν. Σκουπίζει, ξανασκουπίζει τα μάτια του.
-Βλέπεις η γυναίκα μου έχει αποβάλλει δυο φορές. Τη τρίτη όμως τα καταφέραμε και με το παραπάνω. Τη πρώτη φόρα ήταν τριών μηνών. Ήταν πιο μικρή και πίστευε ότι είναι δυνατή αλλά δεν ήταν. Η δεύτερη αποβολή, όμως ήταν χειρότερη. Φτάσαμε σχεδόν στην πηγή και δεν ήπιαμε νερό.
Τα δάκρυα του συνέχιζαν να κυλάνε στα μάγουλα του αλλά τώρα πλέον δεν έκανε καμιά κίνηση να τα μαζέψει με το χαρτομάντιλο. Αυτός ο άνθρωπος δεν ήταν ευσυγκίνητος όπως είχα προβλέψει στην αρχή. Απλά είχε περάσει πολλά για να φτάσει εδώ και να κερδίσει. Δικαίως τα δάκρυα του δεν σταματούσαν. Δικαίως έτρεμε η φωνή του όταν μιλούσε. Δεν του είπα τίποτα. Τον κοίταξα με το βλέμμα της χαράς και όχι της συμπόνιας. Τον ακούμπησα στον ώμο ελαφρά και κάθισα δίπλα του.
Καμιά φόρα δεν ξέρεις τι να πεις. Αφήνεις τα βλέμματα να μιλήσουν. Αφήνεις το σώμα να ανασάνει. Κάπως έτσι γίναμε κολλητοί με τον Στέλιο.