Της Ελπίδας Πέτροβα
-Μου επιτρέπεις;
Σήκωσε τα μάτια. Ο Δάσκαλος της ζητούσε να χορέψουν. Δε θυμόταν τίποτα, τι θα έκανε; Χαμήλωσε το βλέμμα.
-Ννναι, ψέλισε τείνοντας το χέρι. “αλλά δε θυμάμαι πολλά”
-Όλο έτσι λες, της χαμόγελασε κλείνοντας το μάτι.
Ο Δάσκαλος! Τόσο γοητευτικός όταν χόρευε, τόσο σέξυ. Δεν ήταν και πολύ μεγαλύτερος. Τρία χρόνια περίπου. Μαζί του αισθανοταν έφηβη. Μαζί του θα μπορούσε να χορεύει για πάντα και συνεχώς. Το τραγούδι του Louis Prima “Just a Gigolo I Aint Got Nobody” ακούγεται. Το αγαπημένο της swing τραγούδι, απιστεύτο.
-Ειδική παραγγελία για σένα, της ψιθυρίζει στο αυτί.
Την τραβάει στην πίστα. Νομίζει πως θα ουρλιάξει από τη χαρά και την αμηχανία. Ακολουθεί το σώμα και τις κινήσεις του. Στην αρχή σιγά, ντροπαλά. Όσο ακούει το τραγούδι αφήνεται στο δυναμικό του ρυθμό.
-Χαλάρωσε κι άλλο, μπορείς, την κοιτάει στα μάτια έντονα.
Δεν έχει επιλογές. Αυτό το κομμάτι απλά την ξετρελαίνει. Αισθάνεται τα πόδια της να χορεύουν από μόνα τους σε κάθε νότα του σαξόφωνου και της τρομπέτας. Στροφές, τσάρλεστον, triple step, όλα της είναι τόσο οικεία, θαρρείς από μικρό κορίτσι έτσι χόρευε. Γελάει, στροβιλίζεται, πετάει. Το κορμί της μιλάει. Μουρμουρίζει τα λόγια. Λυγίζει μια τη μέση, μια το γόνατο όλο χάρη, όπως αρμόζει σε μια κυρία που χορεύει lindy. Οι υπόλοιποι οπισθοχώρησαν για να χορέψει το ζευγάρι. Ο Δάσκαλος την τραβάει πάνω του. Μπλέκει το πόδι του στο δικό της, την οδηγεί σε καινούριες κινήσεις.
Κλείνει τα μάτια. Ονειρεύεται πως βρίσκεται στη μέση ενός jazz club της εποχής του 1930. Αυτή και ο Δάσκαλος. Ο Louis Prima με τη βραχνή του φωνή τραγουδάει μόνο για εκείνη. Όλοι τους θαυμάζουν βγάζοντας επιφωνήματα.
-Μπράβο, μπράβο, τα λόγια του Δασκάλου την επαναφέρουν στο τώρα. “Αυτοσχεδιάζεις κιόλας. Συνέχισε” την ενθαρρύνει.
Αισθάνεται σκανδαλιάρα, ξένοιαστη. Δεν υπάρχουν έννοιες ή προβλήματα όταν χορεύεις. Δεν υπάρχουν όρια μόνο μια απόλυτη, αληθινή ελευθερία. Ζεις το τώρα, τη στιγμή, το ρυθμό που σε ταξιδεύει σε άλλη διάσταση. Χορεύεις αναμέσα σε αμυγδαλιές που τα φύλλα τους στολίζουν το φόρεμά σου. Είσαι μονίμως ερωτευμένη.
Το τραγούδι τελείωσε. Εκείνη μεθυσμένη ακόμα από το χορό παραπατά. Ο κόσμος χειροκροτάει. Στρώνει τα μάλλια της και τη φούστα της. Μαζί με το Δάσκαλο υποκλίνονται σα ζευγάρι που χορεύει χρόνια. Της σφίγγει το χέρι. Όλα γυρίζουν τόσο γλυκά. Πάει να φύγει αλλά ο Δάσκαλος την τραβάει.
-Αύριο μετά το μάθημα μείνε να κάνουμε μερικές πρόβες.
Της χαιδεύει το μάγουλο φεύγοντας.
-Έχεις μια λάμψη μοναδική όταν χορεύεις.
Τα δάχτυλά τους ξεμπλέκονται χωρίς βιασύνη. Εκείνος απομακρύνεται με βήματα ρυθμικά ακούγοντας το επόμενο τραγούδι.
Βγαίνει από το μαγαζί. Το ανοιξιάτικο αεράκι της γαργαλάει το λαιμό.
Η Ελπίδα Πέτροβα αποφάσισε ξαφνικά πως είναι συγγραφέας. Ασχολείται παράλληλα με ξενοδοχειακά, κρατήσεις, εκνευριστικούς πελάτες, παράπονα και όλα τα συναφή. Γεννήθηκε τον Ιούλιο του 1978 στην Αθήνα, μεγάλωσε όμως στην Θεσσαλονίκη. Λατρεύει την ανάγνωση οποιουδήποτε βιβλίου αλλά ιδιαίτερα του αστυνομικού. Τα γραπτά της έχουν ανάλαφρο χαρακτήρα και αρκετές δόσεις χιούμορ όπου είναι εφικτό. Έχει κυκλοφορήσει την προσωπική της συλλογή Flash Fiction σε συνεργασία με το “121 Words”. Φέτος θα συμπεριληφθούν δύο διηγήματά της σε δύο ξεχωριστές συλλογές διηγημάτων.
-Αυτή η εποχή έχει κάτι το μαγικό, σκέφτεται μ’ένα χαμόγελο μέχρι τ’αυτιά.