Της Μαρίστης Μπουρνουσούζη
Πόσες φορές ψάχνεις δικαιολογία για να κάνεις ένα λάθος και να αποποιηθείς τις ευθύνες;
Μέσα σου ξέρεις, όμως ότι και η ευθύνη και το λάθος είναι καθαρά δικό σου.
Περπατούσα μόνη μες στα σκοτάδια. Με είχε αφήσει να φύγω έτσι. Είχε μείνει πάλι με τους φίλους του και δεν μπορούσε καν να με πάει σπίτι. Είχε γίνει αναίσθητος και είχα απομακρυνθεί. Έμενα μακριά, στα προάστια. Κανένα μεταφορικό δεν υπήρχει τέτοιες ώρες και το ήξερε. Αυτή τη φόρα δεν θα έπαιρνα τον πάτερα μου να έρθει να με πάρει. Έφυγα μόνη. Ξεροκέφαλη όπως πάντα.
Τα φώτα λιγόστευαν καθώς απομακρυνόμουν από το κέντρο. Περπατούσα την μεγάλη ανηφόρα και ήλπιζα να μην με πάρει κάνεις σβάρνα και να μην με αναγνωρίσει. Ξαφνικά χτύπησε τα κινητό μου. Αγχώθηκα με τον απότομο θόρυβο. Όλα ήταν τόσο ήρεμα. Ήταν η κολλητή μου. Την είχα πάρει μόλις ξεκίνησα, για να μιλάω σε κάποιον στο δρόμο. Δεν το είχε σηκώσει και το έκλεισα με το τρίτο μπιμπ. Το σήκωσα. Μια αντρική φωνή ακουγόταν. Δεν είχα καμιά όρεξη να μιλήσω σε οποιοδήποτε άλλο. Τους είπα να μου δώσουν την Τίνα. Αυτός χασκογελούσε. Ακούγονταν φωνές και γέλια από πίσω. Δεν έδωσα βάση. Απλά το έκλεισα στα μούτρα του.
Συνέχισα να περπατάω. Ευτυχώς είχα φορέσει πλατφόρμες και όλα ήταν πιο βολικά στο περπάτημα. Το μέρος σκοτείνιαζε όλο ένα και πιο πολύ. Το φεγγάρι δεν ήταν γεμάτο αλλά υπήρχε φως που έβγαινε από κάπου μακρινά. Το κινητό μου χτύπησε ξανά. Αυτή τη φόρα ήταν με απόκρυψη. Δεν το σήκωσα. Δεν ήθελα να ασχοληθώ με τους φίλους της Τίνας. Το έβαλα στο αθόρυβο. Σε λίγο θα τέλειωνε αυτό το μαρτύριο. Πλέον είχα πάρει το δρόμο για το σπίτι μου.
Εκεί είδα ένα ασημί αυτοκίνητο να περιμένει λίγα μέτρα πιο πέρα από το σπίτι μου. Το αναγνώρισα αμέσως. Κοντοστάθηκα για λίγο. Ένιωσα μια δόνηση στη τσάντα μου αλλά δεν έκανα κίνηση να το ανοίξω. Δεν ήξερα τι να κάνω. Τι θέλει εκείνος εδώ σκέφτηκα και μια ρίγη με διαπέρασε. Ίσως απλά μοιάζουν τα αυτοκίνητα. Ίσως. Πλησίασα λίγο ακόμα και είδα το μεγάλο βαθούλωμα στο πίσω μέρος. Ήταν εκείνος. Δεν μπορούσα να κουνηθώ. Έβγαλα από την τσάντα το κινητό μου. Έπρεπε να πάρω κάποιον να έρθει να με πάρει. Το άνοιξα και είδα τον αριθμό του στην οθόνη. Το έκλεισα. Άρχισα να τρέχω προς τα πίσω. «είμαι δειλή» σκέφτηκα κα σταμάτησα λαχανιασμένη. « όλο αυτό έχει τελειώσει, δεν έχω τίποτα να φοβηθώ από τη μεριά μου, θα τον αντιμετωπίσω πρόσωπο με πρόσωπο.»
Και ενώ ήμουν έτοιμη να γυρίσω, άκουσα έναν θόρυβο μηχανής. Τον είδα να κάνει αναστροφή. Μπήκα στην μέση του δρόμου. Είχα αποφασίσει να του μιλήσω μετά από τόσο καιρό. Τα φώτα μου με τύφλωσαν. Σταμάτησε απότομα. Ήταν εκείνος. Με περίμενε για κάποιον λόγο και εγώ ένιωθα πιο μόνη και πιο απροστάτευτη τώρα. Είχε σαστίσει. Πως έφτασα μέχρι εδώ με ρώτησε. Δεν του απάντησα, άνοιξα την πόρτα και πήδηξα μες στο αμάξι. Έβγαλα τις πλατφόρμες και κάθισα οκλαδόν. Ανεβήκαμε το βουνό. Παρκάραμε και καθίσαμε να αγναντεύουμε την απέραντη θέα. Σχεδόν ξημέρωνε, το πρώτο φως του ήλιου έπεφτε στα μάτια μας. Κοιταζόμασταν για ώρα χωρίς να μιλάμε.
Ύστερα, με μια φωνή είπαμε «γιατί είσαι εδώ;» γελάσαμε και οι δύο με τον συγχρονισμό μας. Πλησιάσαμε ο ένας τον άλλον αβίαστα. Για λίγο δίστασα, δεν μπορούσα να κάνω τέτοιο λάθος. Είναι ο καλύτερος του φίλος σκέφτηκα και τραβήχτηκα προς τα πίσω. Εκείνος με πλησίασε κι άλλο. Κοκκίνισα. Τον σταμάτησα. «αυτό, το μεταξύ μας, έχει λήξει, ήταν ένα λάθος της στιγμής, είχαμε πιει» του είπα και εκείνος σηκώθηκε όρθιος και με κοίταξε «εγώ ήμουν ξεμέθυστος, τα φίλια σου με μέθυσαν όμως» η κάρδια μου ήταν έτοιμη να βγει από το κορμί μου και να τον ακολουθήσει. Σηκώθηκα και πήγα προς το αμάξι. «Είναι ώρα να πηγαίνουμε» είπα. Και εκείνη την ώρα που ο ήλιος ανταμώνει στα απέναντι του τη σελήνη, εκείνη την ώρα αντάμωσε το βλέμμα του το δικό μου. Έκανα ένα βήμα προς τα πίσω αλλά βρήκα στο αυτοκίνητο και εκείνος έσκυψε και με φίλησε. «είναι λάθος» του ψιθύρισα. Συνέχισε να με φίλα και να τον φιλάω. «μακάρι όλα τα λάθη να γίνονταν ξημερώματα» μου είπε.