Της Μαρίστης Μπουρνουσούζη
Ξάπλωσα πάνω στα βράχια της σπηλιάς που κοίταζε την απέραντη θάλασσα. Την χάιδευε απαλά το κύμα. Το φως είχε πέσει. Ήμουν μόνη με το ολόγιομο φεγγάρι. Πάντα μου κρατάει συντροφιά και πολλές φορές η σιωπή του με συμβουλεύει.
Άνοιξα τις μνήμες από το χρυσαφένιο κουτί του μυαλού μου, εκεί που κρατώ μόνο τα όμορφα και τα πληγωμένα. Αυτές οι αναμνήσεις είναι πιο δυνατές από τη ψυχή μου, πιο δυνατές από το κορμί μου και πονάω κάθε φόρα που τις σκέφτομαι ξεχασμένες στα άδυτα του μυαλού μου.
Σε εκείνη την αμμουδιά καθόμασταν δίπλα δίπλα σιωπηλά και κοιτάζαμε το απέραντο ασημί του φεγγαριού που απλωνόταν μπροστά μας και έφτανε ως τον μακρινό μαύρο ορίζοντα. Ως εκεί ήθελα να φτάσω, μα σου είπα ότι φοβάμαι και ότι πρέπει να φύγουμε. Ένα άγχος με κατέκλυσε. Ένιωθα ότι δεν ήμασταν μόνοι μας. Χωρίς λόγο σηκώθηκα και άρχισα να τρέχω προς το αυτοκίνητο. Και ύστερα φεύγοντας δεν σε φίλησα, δεν άγγιξα τα δυο σου χείλη γιατί θα έφευγα για πάντα από κοντά σου. Απλά σε αγκάλιασα τόσο δυνατά, σα να μην υπήρχε αύριο. Δεν υπήρχε αύριο.
Θυμήθηκα το πρώτο γνήσιο φιλί μας. Εκείνο το κρύο βράδυ κάτω από τα πλατάνια. Ήταν τυχαίο και ακαθόριστο. Μύριζε βότκα και φράουλα. Με είχε μαγέψει αυτός ο συνδυασμός και δεν μπορούσα να αντισταθώ και δεν μπορούσες να αντισταθείς! Αναζητούσα μια αγκαλιά και δυο χείλη να αφεθώ. Τα μαλλιά μου έκαναν σκιές στο πρόσωπο σου. Τα μάτια σου λαμπύριζαν και με κοίταζαν γεμάτα ελπίδα. Ήταν μάτια κουταβίσια. Τα λάτρεψα εκείνα τα μάτια και τα φίλησα. Τα έβαλα στην καρδιά μου. Ήταν η πρώτη φόρα που διαπέρναγε ένα ρίγος την κάρδια μου, σα να τη ζωντάνεψε. Σηκώθηκα πανικόβλητη και έφυγα. Ήταν λάθος;
Την επόμενη μέρα είπαμε να συναντηθούμε σπίτι σου. Είχα κάτσει όλο το βράδυ και έγραφα, και έσβηνα. Έφτασα στην πόρτα σου, την χτύπησα, άνοιξες και σου άφησα ένα κομμάτι χαρτί στα δυο σου χέρια. Το άνοιξες με κοίταξες. Σου είπα όχι τώρα. Δεν το διάβασες. Το άφησες στο πλάι και με αγκάλιασες. Με ήξερες σαν κάλπικη δεκάρα. Φύγαμε από το σπίτι. Κάναμε μια βόλτα με το αμάξι. Καθίσαμε σε ένα παγκάκι. Βάλαμε ένα τραγούδι να παίζει από αυτά της εποχής και αφεθήκαμε, γίναμε ένα. Δυο αναπνοές έγιναν μια. Το φιλί δεν σταματούσε. Μια συνέχεια δίχως τελειωμό και το τραγούδι έπαιζε ξανά και ξανά. Ήταν λάθος κι αυτό. Μα εγώ θα έφευγα έτσι κι αλλιώς.
Όταν ανταμώσαμε ξανά σε εκείνο το αυτοκίνητο, εκείνο το ξημέρωμα που βγήκα σαν τον κλέφτη από το σπίτι και έτρεξα να σε βρω. Με περίμενες εκεί. Με κοίταξες. Είχα καιρό να σε δω. Είχες αλλάξει. Είχες ομορφύνει. Ένιωσα να σε ήθελα πια δικό μου. Ήμουν εγωίστρια να σε κρατώ πίσω, αλλά θα το έκανα. Εκείνη την ώρα σκέφτηκα μια δικαιολογία για το λάθος που πήγαινα να κάνω, για την τρέλα που με οδηγούσε ο ακαθόριστος έρωτάς μας. Ο έρωτας για να επιβιώσει δεν υπολογίζει φιλίες, είναι πιο δυνατός από οτιδήποτε άλλο. Θα έμενα. Θα κατέστρεφα δυο παιδικές φιλίες. Την δική μας και την δίκη σας. Πόσο άδικο είναι να μην μπορείς να καθορίσεις την κάρδια σου. Να πληγώνεις ανθρώπους που κάποτε αγάπησες. Θα το έκανα. Θα έμενα έστω για μια φόρα, για μια στιγμή, για δυο στιγμές ίσως και παραπάνω.
Και η δίκη μας φιλία χάθηκε ένα δειλινό όταν σου είπα το αντίο. Όμως το περίμενες. Το λαχταρούσες σαν λύτρωση στα σωθικά σου. Από την πρώτη στιγμή που ξεκίνησε όλο αυτό ήξερες ότι θα φύγω και όμως έμενες εκεί να με κρατάς. Όσα λάθη και αν είχα κάνει με εσένα, με εμάς, έμενες εκεί να με αγκαλιάζεις. Δεν ήμουν έτοιμη για τέτοια αγάπη, δεν την άντεχε η κάρδια μου, έπρεπε να τρέξω. Είχα πολλά ακόμα να εξερευνήσω σε αυτό τον κόσμο. Η κάρδια μου ήταν ακόμα άδεια και καθαρή γιατί εσύ την κράτησες καθαρή, την προστάτευες και την ξαναγέννησες.
Θυμάμαι με κοίταζες με το παράπονο στα μάτια, με κοίταζες σαν παιδί, μέχρι που εκείνα τα μάτια δάκρυσαν. Με αγκάλιασες σφιχτά, μα εγώ δεν είχα ρίξει ούτε δάκρυ. Είχα μείνει παγωμένη και δε κουνιόμουν. Και με φίλησες ανεπαίσθητα στο λαιμό. Με κοίταξες ξανά στα μάτια σαν είχες κάνει αμαρτία, είχες κοπέλα τώρα, κανονική κοπέλα και εγώ αποτελούσα παρελθόν. Χάιδεψα το μάγουλο σου με το χέρι μου και σου είπα «πότε ξανά». Γέλασες, κλαίγοντας, γιατί ήξερες ότι εγώ το εννοούσα ενώ εσύ όσες φόρες και αν το είχες πει ήσουν πάντα εκεί για εμένα και αυτό δεν το ξεχνώ.
Κρατιέσαι ακόμα στην κάρδια μου και η αγάπη μου για σένα έχει γίνει μακρινή και ανθρώπινη. Και είμαι εδώ, στο στέκι σου, στο στέκι που δεν με πήγες ποτέ γιατί έλεγες ότι ήμουν ξεχωριστή, «μια κατηγορία από μόνη σου» μα εγώ τότε δεν κατανοούσα την αγάπη σου, ήταν αρκετά ώριμη και εγώ ήμουν αερικό και έφευγα μακριά από όσα μου κρατούσαν την ψυχή.