Της Μαρίστης Μπουρνουσούζη
Θυμάσαι τότε που παίζαμε μικρές κυρίες τα Χριστούγεννα; Δεν ήθελα να μιλήσω άσχημα για εκείνον. Δεν ήξερα ότι του είχες τόση αδυναμία. Απλά ήθελα σε κάποιον να ξεστομίσω την αλήθεια που ανακάλυψα. Ένιωθα μεγάλη και τρανή που το ανακάλυψα μόνη μου. Θυμάμαι ήρθα τρέχοντας, βαμμένη και σενιαρισμένη για το παιχνίδι μας και εσύ καθόσουν εκεί και με περίμενες, καμάρωνες για το ροζ, παραμυθένιο σου φόρεμα και έκανες στροφές με χάρη. Δεν ήξερα ότι στο πήρε δώρο εκείνος. Και εγώ όλο χάρη κάθισα σταυροπόδι και σου είπα: «Δεν είναι αληθινός». Γούρλωσες τα μάτια σου και με κοίταξες «ποιος δεν είναι αληθινός;» με ρώτησες όλο απορία, αλλά μέσα σου ήξερες την απάντηση καλύτερα από μένα. Την είχες καταλάβει εδώ και καιρό, όταν βρήκες τη κόκκινη στολή στο πατάρι του θείου σου και τα λευκά μούσια και τα γυαλιά και όλα. Άρχισες να βουρκώνεις, δεν περίμενες απάντηση. Κάθισα δίπλα σου και σου είπα «ο Άγιος Βασίλης δεν είναι αληθινός, δεν υπάρχει, πως το λένε!». Τα λόγια μου ήταν μαχαίρι στην κάρδια. Δεν είχα καταλάβει γιατί έκλαιγες με αναφιλητά. Εσύ πρώτη είχες πει «κάτι δεν πάει καλά με τον τύπο» και γελάγαμε και λέγαμε ότι δεν είμαστε τίποτα χαζές. Αλλά εσύ έκλαιγες και έκλαιγες. Σε αγκάλιασα αλλά ήσουν απαθής. Τι είχες πάθει; Τι έκανα λάθος;
Έφυγες γρήγορα για το δωμάτιο σου. Πήγες έβγαλες το φορεματάκι σου και κάθισες όλο το βράδυ με τις πιτζάμες να κοιτάς το κενό. Προσπάθησα να σου μιλήσω, όλοι προσπαθήσαμε αλλά δεν έβγαζες μιλιά. Την επόμενη μέρα με έπιασες και μου μίλησες «Ναι το ξέρω ότι δεν είναι αληθινός» τόλμησες να ξεστομίσεις και σε έπιασαν πάλι τα κλάματα. Και εγώ σε κοίταζα όλο απορία και σου είπα: «Μα γιατί κλαις, εσύ πρώτη έλεγες ότι θα σας αποδείξω ότι δεν υπάρχει, και καμάρωνες ότι δεν είσαι καμιά χαζή.» Μέσα από τα αναφιλητά σου επαναλάμβανες την ίδια φράση «το ξέρω ότι δεν είναι αληθινός». Και μετά από λίγο μου αποκάλυψες το μυστικό που σου έκαιγε τα σωθικά «Θυμάσαι πριν 3 χρόνια που σου είπα ότι μην τον πιστεύεις, δεν είναι αληθινός;» κούνησα το κεφάλι μου θετικά και εκείνη συνέχισε «τον είχα πιάσει να φιλιέται με την μάμα μου!» εγώ σε κοίταξα με απορία «ε και;» «τι ε και; Δεν κατάλαβες, φιλιόντουσαν στο στόμα με γλώσσα και όλο αυτό το έντονο που έχουν τα ερωτευμένα ζευγαράκια που υπάρχουν στις ταινίες μετά τις 11», «από αυτές που κρυφοκοιτάμε τα βράδια που οι γονείς μας νομίζουν ότι κοιμόμαστε;» «ναι απ’ αυτές» «μήπως δεν είδες καλά;» «αχ Μερσύνη σου λέω είδα μια χαρά. Η μάμα μου απατάει τον μπαμπά μου με τον αδερφό του, και ο αδερφός του το παίζει Άγιος Βασίλης τα Χριστούγεννα για να έχει από κοντά την μαμά μου!» «Λες άρα να έχει κάνει κάτι κακό στον Άγιο Βασίλη;» «Αχ Μερσίνη εσύ δεν είπες χθες ότι δεν είναι αληθινός;» «αχ ναι το ξέχασα».
Σταματήσαμε να μιλάμε. Έπεσε σιωπή. Πάλι κοίταζες το κενό. Δεν ήξερα τι να κάνω για να σε κάνω να νιώσεις καλύτερα, να μην χαραμίσεις τις παιδικές σου αναμνήσεις για λάθη των μεγάλων. Αλλά ήμουν μικρή και δεν ήξερα πώς να προσεγγίσω το θέμα. Η μαγεία των Χριστουγέννων για εσένα είχε χαθεί. Ήμουν σίγουρη ότι κάθε φόρα που πλησίαζαν Χριστούγεννα κοιμόσουν και ξύπναγες με την ίδια εικόνα στο μυαλό σου, τη μάμα σου, τον θείο σου, τον Αγιο Βασίλη που σε πρόδωσε. Και όλα αυτά που έλεγες περί αποδείξεως της μη ύπαρξης του Άγιου Βασίλη ήταν για να αποδώσεις δικαιοσύνη, να δείξεις την αλήθεια που φοβόσουν όμως, να αποκαλύψεις στους άλλους.
Μέτα από χρόνια ανακάλυψα ότι δεν χρειάζεται να περιμένεις τον Άγιο Βασίλη για να μοιράσεις χαμόγελα στους συνανθρώπους σου και πόσο μάλλον στους φίλους σου. Τον Άγιο Βασίλη τον έχεις μέσα σου καθημερινά και όχι μόνο στις γιορτές. Περίμενα εκείνα τα Χριστούγεννα για να σου αποδείξω ότι ο Άγιος Βασίλης ήταν αληθινός. Πήγα αγόρασα μια στολή Άγιου Βασίλη από τα λεφτά από τα κάλαντα των Χριστουγέννων και εκείνο το βράδυ ντύθηκα και προσπάθησα να σκαρφαλώσω στο παράθυρο σου. Όμως δεν τα κατάφερα. Ένας γδούπος ακούστηκε και εσύ άνοιξες στη μπαλκονόπορτα και με είδες. Με αναγνώρισες. «Γιατί έχεις ντυθεί έτσι;» με ρώτησες όλο απορία. «Αχ ο κώλος μου» φώναξα εγώ και εσύ άρχισες να γελάς. Έτρεξες κάτω να με βοηθήσεις. «Είσαι καλά;» με ρώτησες όλο αγωνία . «Μια χαρά, λίγο ζεστό γάλα θα ήθελα» σου απάντησα. Μου χαμογέλασες. Καθίσαμε δίπλα στο τζάκι περιμένοντας να έρθουν οι μεγάλοι. Είχα βγάλει τη βρεμένη και λασπωμένη στολή και φορούσα ένα ωραίο φόρεμα που μου έδωσες. Με κοίταξες «γιατί το έκανες αυτό;» με ρώτησες. «Ήθελα να σου αποδείξω ότι ο Άγιος Βασίλης είναι αληθινός και είμαι εγώ αυτός για σένα» εσύ με κοίταξες με συγκίνηση στα μάτια «Και όμως ο Άγιος Βασίλης ήταν αληθινός και τον είχα τόσα χρόνια δίπλα μου!» Με αγκάλιασες και κλάψαμε από χαρά. Θυμάσαι;