Άρχισε να τρέχει μες στο βράδυ σαν τρελός. Έτρεχε και δεν ήξερε που πήγαινε. Με μάτια ποτισμένα από αλμυρά δάκρυα, δάκρυα πόνου και απογοήτευσης, δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει τι είχε δει και από ποιον έτρεχε να κρυφτεί. Ποιόν ήθελε να αποφύγει…; απλά έτρεχε, αν μπορούσε θα έτρεχε να φύγει και από τον ίδιο του τον εαυτό. Μια ακόμη φορά είχε νιώσει τη προδοσία να καίει τα πνευμόνια του, να μην μπορεί να ανασάνει, να μην μπορεί να πάρει οξυγόνο ούτε το μυαλό του ούτε η ψυχή του. Ένα βάρος στα στήθη είχε σακατέψει την κάρδια του την είχε κάνει χίλια κομμάτια. Δεν μπορούσε να σταματήσει πουθενά. Δε τον ένοιαζε πια η ζωή του. Ένιωθε εξοφλημένος, ανήμπορος να πατήσει το φρένο. Μόνο το γκάζι του κρατούσε τώρα συντροφιά. Μόνο αυτό καθοδηγούσε.
Το κόκκινο αυτοκίνητο σταμάτησε απότομα σε έναν γκρεμό. Ήταν εκεί. Μα τι σκεφτόταν…; Εκεί που της είχε δώσει το πρώτο τους φιλί. Εκεί που για πρώτη φορά τα δυο κορμιά τους είχαν ενωθεί και είχαν κάνει έρωτα σαν τα αγρίμια. Εκεί που της είχε πει να μην φύγει και ότι δεν μπορεί να ζήσει μακριά της. Το μυαλό του του έπαιζε περίεργα παιχνίδια, παιχνίδια που δεν μπορούσε να διαχειριστεί. Ένοιωθε άδειος. Ένοιωθε μόνος. Ένοιωθε απαρηγόρητος και ήταν έτοιμος να φύγει. Αυτή τη φορά να φύγει αυτός μακριά. Να αφήσει πίσω του ζωή. Βγήκε από το αμάξι, έπεσε κάτω. Εικόνες διάσπαρτες σχηματίζονταν μπροστά του, άλλες χαρούμενες και άλλες καταστροφικές. Είχε περάσει λίγος καιρός αλλά οι σκέψεις του ήταν τόσες πολλές σα να ήταν μια ολόκληρη ζωή.
Ήταν έτοιμος να φύγει. Κοίταζε την θάλασσα, πόσο γαλήνια ήταν κάτω από το φως του σεληνόφωτος, πόσο όμορφη ζωή σχημάτιζε, πόσο απέραντη και ακαταμάχητη ζωή. Και όμως, ήταν έτοιμος να φύγει. Κοίταξε για λίγο την ακρογιαλιά, την αγαπημένη του ακρογιαλιά, εκεί που μοιραζόταν τα όνειρα του μαζί της, εκεί που κοίταζαν τα αστέρια και έλεγαν ποιο από αυτά θα γίνει κάποτε δικό τους σα να στόχευαν ψηλά, πολύ ψηλά. Και να που τώρα ήταν πεσμένος στην γη, και δεν μπορούσε να σηκωθεί. Τα πόδια του ήταν δεμένα, είχαν γίνει ένα με τη γη. Η γη και όχι ο ουρανός με τα αστέρια μήτε η θάλασσα του πρόσφερε ζωή, τον κρατούσε στη ζωή και δε τον άφηνε να φύγει.
Άρχισε να κλαίει σαν μικρό παιδί. Τόσο δυνατά που αντηχούσε σαν άνεμος στα ψηλα βουνά. Αυτό που είχε δει τον τρόμαζε. Την είχε δει να μπαίνει σε άλλο αυτοκίνητο, σε ένα κάτασπρο. Την είχε δει να γελάει και να χαίρεται μαζί του, όπως γέλαγε κάποτε μαζί του. Την είχε δει να φεύγει και τα μάτια της δεν είχαν την παραμικρή ενοχή. Ήταν σίγουρος ότι δεν ήταν μια φιλική βόλτα. Το ήξερε αυτό το γέλιο. Το γοητευτικό της γέλιο και τα πονηρά της μάτια! Εκείνα τα μάτια που τον κοίταζαν κάποτε γεμάτα πάθος και ευγνωμοσύνη, είχαν καιρό χαθεί και δεν είχε – δεν ήθελε- να το καταλάβει. Κάποιος άλλος τα είχε κλέψει και τα είχε φορέσει στην κάρδια του.
Τους ακολούθησε. Χάθηκαν στη μαύρη νύχτα. Το φως του φεγγαριού ήταν αρκετό για να τους δει. Να τους δει την ώρα που εκείνος άγγιζε τα δυο της τρυφερά και κατακόκκινα χείλη. Και εκείνη δεν το αρνήθηκε. Δεν αρνήθηκε την πρόσκληση. Τον κοίταξε κατάματα με παθιασμένα μάτια και τον φίλησε παθιασμένα. Τον έφερε στην αγκαλιά της και συνέχιζε να τον φιλάει σα να μη νιώθει την αγάπη αλλά μόνο το πάθος.
Και το αγόρι με το κόκκινο αυτοκίνητο που στιγμιαία είχε χαθεί στις σκέψεις του, γύρισε την μίζα και πάτησε το γκάζι όσο πιο δυνατά μπορούσε και έφυγε. Τον αγκάλιασε η νύχτα. Τον αγκάλιασαν οι αναμνήσεις που σαν τρελές ξεπρόβαλαν μπροστά του σαν ταινία. Μια ζωή μικρή, μα τόσο μεγάλη και δυνατή είχε γίνει θρύψαλα και δεν μπορούσε να τα μαζέψει. Δεν είχε που να τα πάει, πως να τα συνδέσει.
Τώρα είχε ηρεμήσει, λίγος πόνος είχε καταλαγιάσει στα σωθικά του αλλά μπορούσε να τον ελέγξει. Η γη τον άφησε να σηκωθεί. Εκείνος κοίταζε χαμένος το σεληνόφως που έπεφτε στη θάλασσα και έφτανε μακριά, πολύ μακριά εκεί που δεν πιάνει πια το μάτι του. Είχε ζωή μπροστά του, σκέφτηκε. Ήταν ζωή, γεμάτος ζωή. Θα προχωρούσε. Κατέβηκε τα βραχάκια που οδηγούσαν στην ακρογιαλιά και ανακάθισε στην κρύα άμμο. Άρχισε να θυμάται όλες τις στιγμές μαζί της και χώρια. Άρχισε να αναπολεί, να ηρεμεί και να πονάει. Ήταν ζωντανός και ζωηρός για ζωή. Αυτός ο πόνος του έδινε πνοή και ακαταμάχητη δύναμη, αυτές οι στιγμές του γέμιζαν το είναι. Αυτό είναι ζωή, σκέφτηκε…