Της Μαρίστης Μπουρνουσούζη
Πως φαντάζει άραγε στα μάτια ενός παιδιού ο τόπος που μεγαλώνει… Ο τόπος συνδέεται άμεσα με τα γεγονότα που συμβαίνουν σε αυτόν, με τα πρόσωπα που ζουν σε αυτόν.

Ένα συνονθύλευμα αναμνήσεων και συναισθημάτων δημιουργεί την αίσθηση της λαχτάρας και της νοσταλγίας να επιστρέψει στον τόπο που μεγάλωσε, στο τόπο που έζησε τα παιδικά του χρόνια, γνώρισε τους αγαπημένους του φίλους, τις πρώτες του αγάπες, σε εκείνο τον τόπο που γνώρισε τον κόσμο, τον περπάτησε και το κατέκτησε, τον έκανε δικό του. Εκεί που γνώρισε για πρώτη φορά την αποδοχή και την προδοσία, την αλήθεια και το ψέμα. Πώς να αποκόψεις τον ομφάλιο λώρο με τον τόπο που σε γέννησε και σε ανέθρεψε; Πώς να πεις πως όσα γράφεις σε τούτες τις σελίδες δεν είναι λόγια του παιδιού αλλά δικά σου που βλέπεις τον τόπο σου με τρίτο μάτι. Δεν μπορείς να απαρνηθείς τον παιδικό σου έρωτα, τον έρωτα που νιώθεις με τον τόπο σου!
Γνωρίζεις καλά όμως ότι η αγάπη αυτή δεν είναι άδικη. Πόσοι γνώρισαν ετούτο τον τόπο και επέστρεψαν σε αυτόν; Πόσοι ξένοι ήρθαν για λίγο και έμειναν για πάντα; Πόσοι ήρθαν μια φόρα για αναψυχή και επαναλαμβάνουν την κάθε φόρα. Τι έρωτας ατέρμονος!

Και να πως, σου έρχονται αναμνήσεις… Περπατάς στους δρόμους και θυμάσαι κάθε βήμα σου, κάθε πέρασμα της ζωής σου. Σε εκείνο το παγκάκι γράφατε τα ονόματα σας και σχεδιάζατε καρδούλες και αστέρια. Σε εκείνη την παιδική χαρά τραγουδάγατε και χορεύατε σα να ήσασταν μόνοι σας. Σε εκείνη την γωνία έδωσες το πρώτο σου φιλί και μετά έφυγες κατακόκκινη για το σπίτι σου. Όλα τόσο όμορφα και αγνά. Στα σκαλοπάτια της εκκλησίας παίζατε με τα πατίνια και τα ποδήλατα. Στην πλατεία χαϊδεύατε τα άλογα στις άμαξες. Στο στέκι σας που δεν υπάρχει πια πηγαίνατε κάθε Παρασκευή και Σάββατο και πίνατε σοκολάτες, αναψυκτικά, τρώγατε κρέπες και γλύκα. Στο λιμάνι καθόσασταν και κοιτάζατε τις πάπιες που κολυμπούσαν στην επιφάνεια της θάλασσας και ρίχνατε ψωμάκια στη θάλασσα για να σας πλησιάσουν. Μάταιος κόπος…Στις πέτρες του λιμενοβραχίονα καθόσασταν και χαζεύατε το ηλιοβασίλεμα. Και δίπλα στον τοίχο του λιμενοβραχίονα καθόσασταν και κοιτάζατε τις ασημένιες ακτίνες του φεγγαριού να πέφτουν στην σκούρα μπλε θάλασσα. Εκεί κάτω από τον φάρο για να μην σας τρώει το αγιάζι. Πόσες κρυψώνες είχατε ανακαλύψει για τον χειμώνα και άλλες τόσες όμορφες γωνιές για το καλοκαίρι.

Πόσο όμορφο το καλοκαίρι. Το κύμα να σκάει δίπλα στα κάστρα που έχτιζες μικρός και ήξερες ότι το νερό θα τα γκρεμίσει. Αλλά δεν σε ένοιαζε. Φτάνει που έχτιζες για λίγο και τα καμάρωνες μέχρι την επόμενη παλίρροια. Το θαλασσινό νερό έλουζε τα μαλλιά σου και το δέρμα σου έκαιγε κάτω από τον καυτερό ήλιο. Ο ήλιος έπεφτε και εσύ έπεφτες ξανά στην αγκαλιά της θάλασσας. Δεν ήθελες να φύγεις όχι τώρα. Τώρα βούτηξε και ο ήλιος στην θάλασσα. Δεν μπορούσες να τον αφήσεις μόνο του να κολυμπάει στα ροζ νερά. Δεν μπορούσες ζήλευες. Τώρα που η θάλασσα είχε γίνει πιο μπλε και πιο κόκκινη. Τώρα ο ήλιος βούλιαζε στα βαθιά νερά της θάλασσας. Τώρα έκανες πιο πολλές βουτιές, πιο πολλές χαρές. Λες και ο ήλιος που βούλιαζε στην θάλασσα γινόταν ένα μαζί σου. Σου έδινε ενέργεια. Σου έδινε χαρά.

Ακόμη θυμάται εικόνες ετούτο το παιδί. Οι ακτίνες του ήλιου να διαπερνούν τα φυλλώματα των αλμυρικιών, να πορτοκαλιζουν τον τόπο ολάκερο. Και εσύ απτόητος, βουτιές και ζαβολιές. Και ύστερα έπαιρνες τον δρόμο της επιστροφής. Άρπαζες το ποδήλατο και έτρεχες. Έτρεχες μα δεν μπορούσες να προλάβεις. Μα το φεγγάρι είχε βγει εκεί ψηλά, ενώ ο ήλιος δεχόταν την ήττα του ειρηνευτικά. Και η ανηφόρα αυτή αβάσταχτη αλλά δροσερή γεμάτη μυρωδιές από πεύκο και δάφνες. Παντού μύριζες το πεύκο. Και το πεύκο ανακατευόταν με τις δάφνες. Έπαιρνες βαθιές ανάσες, ανάσες ζωής, πολύτιμης ζωής.

Το βραδάκι με το δροσερό αεράκι να ανακατεύει τα μαλλιά σου, καθόσουν και έτρωγες λουκουμάδες με παγωτό και σοκολάτα και αντάμα η θάλασσα σου κρατούσε συντροφιά σου έφερνε αναμνήσεις μακρινές και κοντινές, όμορφες και άσχημες. Καθόσουν στα παγκάκια και χάζευες τα κότερα που είχαν βρει απάγκιο στην αγκαλιά της Καρύστου. Το βουητό από τον άνεμο σου τρύπαγε τα αυτιά αλλά δεν σε ένοιαζε. Πόσο λαχταρούσες αυτό το βουητό, αυτό το θαλασσινό βουητό, αυτή την ανεμελιά.

Το πρωί σηκωνόσουν με τις τσίμπλες στα μάτια. Το κουδούνι! Οι φίλοι σου ήρθαν να παίξετε. Έριχνες νερό στο πρόσωπο σου και έτρεχες να πιείς γάλα και να φας τα κουλουράκια της μαμάς. Ύστερα ντυνόσουν με τα ροζ σου ρουχαλάκια, έπαιρνες το κόκκινο ποδήλατο σου και έτρεχες να κατακτήσεις τον κόσμο. Ανέβαινες καρτερικά μεγάλες ανηφόρες και ύστερα καβαλίκευες το ποδήλατο και αφηνόσουν στην απότομη κατηφόρα. Άφηνες την καρδιά σου πίσω. Το σώμα σου πήγαινε τώρα πιο γρήγορα από το μυαλό σου. Και αφηνόσουν μέχρι να φτάσεις στο τέρμα και κάπου εκεί άρχιζες μανιακά να πατάς φρένο. Και αν δεν έπιανε πέταγες το ποδήλατο μακριά και έπεφτες κάτω στο οδόστρωμα. Τα ροζ σου ρουχαλάκια γέμιζαν λίγα αίματα. Γρατζουνιές από χαρά πότε δεν είχαν πόνο. Την επόμενη φορά ήξερες ότι έπρεπε να πας στον μεγάλο σου αδερφό και με τη γλυκιά σου παιδική φωνή θα του ζητούσες να σου φτιάξει τα φρένα. Και έπειτα ούτε γάτα ούτε ζημιά. Έπειτα θα έτρεχες και θα ήξερες ότι όταν σταματήσεις θα είσαι βασίλισσα πάνω στο «άλογο» σου! Δεν σταμάταγε εκεί το παιχνίδι. Τώρα ο ήλιος είχε ανέβει πιο ψηλά και δεν το κοίταζες κατάματα. Τώρα έπαιρνες το ποδήλατο στα χέρια και έβαζες τα πόδια σου στα ρυάκια που έτρεχαν δίπλα στους δρόμους. Έτρεχαν δροσερό γάργαρο νερό. Έφτανες στο πέτρινο σπίτι. Εκεί είχε λίγη δροσιά. Καθόσουν να ξαποστάσεις. Έπειτα πιο κάτω ήξερες ότι θα συναντούσες την παιδική χαρά με την πέτρινη βρύση. Θα έπινες άφθονο νερό και θα έπαιρνες το μεγαλύτερο παγωτό από το περίπτερο.

Ύστερα σπίτι. Στην αυλή του σπιτιού σου, κάτω από τα κληματόφυλλα και τα πεύκα είχες μια κούνια. Θα καθόσουν να κάνεις κούνια μέχρι να ετοιμαστεί το μεσημεριανό. Και θυμάσαι ακόμα τη τούμπα που είχες πάρει από τη κούνια. Αλλά ποτέ δε σταμάτησες να κάνεις κούνια. Ήταν δείγμα δύναμης. Θυμάσαι ακόμα πως αναποδογύρισες τη κούνια και χτύπησες το κεφάλι σου. Έκανες ένα καρούμπαλο μεγάλο. Αλλά δε μίλησες τσιμουδιά. Δεν έσταξες ούτε δάκρυ. Έπεσες και σηκώθηκες. Πήγες ψύχραιμη μέσα στη κουζίνα και πήρες πάγο. Το έβαλες στο κεφάλι σου. Η μαμά σου σε κοιτούσε απορημένη. Αλλά εσύ της είπες «είμαι καλά πάω να παίξω στην βάρκα με την Σοφία»… έτρωγες κορόμηλα μέχρι να γίνει το φαγητό και έκανες την καπετάνισσά σε βάρκα στη στεριά! Ήξερες να κινείς γη και θάλασσα…

Έπεσες, σηκώθηκες, έγιανες το τραύμα, πήγες να παίξεις ξανά, πήγες ξανά να κάνεις κούνια και τώρα ήξερες, ήσουν πιο προσεκτική και συνάμα πιο δυνατή.
Ναι, έρωτας είναι θαρρώ. Έρωτας με τον τόπο σου. Με τις άσχημες και όμορφες αναμνήσεις. Όλα είχαν να σου προσφέρουν τη σκέψη τους. Δημιουργούσες χαρακτήρα. Πώς να μην ερωτευτείς το τότε, το εκεί, το πώς έγινες αυτό που έγινες τώρα… παιδικός έρωτας η Κάρυστος και παντοτινός. Αν δεν την γευτείς δεν θα καταλάβεις τον έρωτα που αναδεύει αυτός ο τόπος….
