Της Μαρίστης Μπουρνουσούζη
Για ένα πάθος αλησμόνητο, για έναν έρωτα κλεμμένο…
Πέταξε τα ρούχα της στον καναπέ, προχώρησε γυνή ως το μπάνιο, εκεί την περίμενε ζεστό νερό. Βούλιαξε στην μπανιέρα και ανέπνεε για ώρα κάτω από το νερό. Ανέπνεε βαριά και με όλη της τη δύναμη, μέχρι που δεν άντεξε, έβγαλε το κεφάλι της από το νερό βαριανασαίνοντας. Δυνατές αναπνοές, ανάσες ζωής, ρουφούσε οξυγόνο… Αυτό της χάριζε ζωή και το ήξερε.
Το νερό της χάριζε σκέψεις γεμάτες πάθος και έρωτα, αναμνήσεις αγίνωτες… Της χάριζε ηρεμία στην ψυχή για λίγο, για λίγα δευτερόλεπτα και μετά της τα έπαιρνε όλα πίσω, την σκότωνε αργά και βασανιστικά. Το νερό δεν έκανε για εκείνη, δεν γνώριζε και κάποιον που να τα κατάφερε. Να επιβιώσει κάτω από το νερό, έστω και λίγο παραπάνω.
Το πάθος είναι άτιμο πράγμα της έλεγαν, μα δεν το είχε ζήσει. Πάντα ήταν στην συμβατική της ζωή. Είχε ζήσει μια ζωή γεμάτη αγάπη και δίχως δράματα. Η Αμαλία ήταν από τις «τυχερές». Από εκείνες τις κοπέλες που δεν είχαν ζήσει πόνο παρά μόνο χαρά και ελπίδα. Μπορεί να ήταν και άτυχη τελικά, όμως αυτά μόνο η μοίρα τα ξέρει.
Και εκεί στη κόψη του ξυραφιού, εκεί που όλοι κάνουν ένα βήμα παραπάνω προς τη συμβατικότητα αυτή θα έκανε δέκα βήματα πίσω, θα γνώριζε και έρωτα και πόνο και πάθος. Θα γινόταν ένα με την ίδια την παράνοια. Θα το λαχταρούσε όλο και πιο πολύ. Αυτό το αίσθημα το μη διαχειρίσιμο. Αυτή η εξάρτηση. Αυτή η αφιέρωση στο λάθος.
Αλλά σε αυτά δεν υπάρχει λάθος και σωστό, δεν υπάρχει χρονική περίοδος σωστή και λάθος. Έρχονται σαν θύελλα. Θερίζουν την ψυχή σου. Και θες κι άλλο. Η συνάντηση αναπόφευκτη. Κάθε μέρα τον συναντούσε στο ίδιο το βαγόνι. Τον κοίταζε που την κοίταζε. Τα βλέμματα συναντιόντουσαν και χαμήλωναν στο πάτωμα. Σαν παιδιά που ντρέπονταν να παίξουν.
Γύρναγε σπίτι, και σκέφτοταν τον ψηλό άντρα με τα πράσινα μάτια. Καθόταν με τις ώρες και κοίταζε το κενό. Χάζευε την σιλουέτα του μέσα από τα μάτια της. Την αναπολούσε και ας μην την είχε αγγίξει πότε της. Υπήρχαν ώρες ολόκληρες που χανόταν στις σκέψεις της. Υπήρχαν όνειρα που έρχονταν όλο ένα και πιο συχνά και δυνατά και γίνονταν τόσο αληθινά. Την πλησίαζε, την άγγιζε, την φιλούσε απαλά στα δυο της χείλη. Και μετά ξύπναγε ιδρωμένη. Δίπλα της έβλεπε τον μελλοντικό της άντρα.
Η ωραιότερη μέρα της ζωής της , όπως έλεγε, θα ήταν εκεί, να τη ζήσει σε λιγότερο από ένα χρόνο, μα πλέον δεν χαιρόταν, φοβόταν όλο και πιο πολύ μέρα με τη μέρα ένιωθε τον φόβο να την κατακλύζει. Δεν μπορούσε πλέον να διαχειριστεί ούτε τις σκέψεις της, ούτε τον εαυτό της. Δεν αργούσε να έρθει το μεγάλο χτύπημα. Το χτύπημα που θα συμπλήρωνε το κενό της.
Ο έρωτας της είχε σβήσει και το πάθος είχε γεννηθεί. Το αδιαχείριστο συναίσθημα την είχε καταβάλει. Δεν μπορούσε να μην σκέφτεται την ανάσα του στη δική της. Όταν την φίλησε έχασε την γη κάτω από τα πόδια της, τραντάχτηκε ολόκληρη σαν να έγινε σεισμός στην καρδιά της. Μια θύελλα συναισθημάτων κυριεύσαν ολόκληρο το κορμί της και εκείνη δεν σκεφτόταν τίποτα λιγότερο παρά μόνο εκείνον να της μιλάει, να της χαμογελάει, να την πλησιάζει, να την αγγίζει, να την φιλάει…
Πυροτεχνήματα χαράς που δεν είχε νιώσει ξανά. Ένα περίεργο συναίσθημα ολούθε, πλημύριζε τον τόπο όλο γύρω της, της έδινε φτερά να αποδράσει από την φυλακή της. Ήταν έτοιμη να παραδοθεί. Ήταν έτοιμη να φύγει. Ήταν έτοιμη να νιώσει. Το είχε πάρει απόφαση. Θα έφευγε από την ζωή που την είχε φυλακίσει. Θα έφευγε από τον άντρα που την είχε αγαπήσει. Θα έφευγε από τον δήθεν μεγάλο της έρωτα. Θα έφευγε και ας πονούσε ένα μέρος της. Ένα μέρος της θα χανόταν, θα είχε ξεριζωθεί αλλά δεν την ένοιαζε.
Έτσι απότομα και παρορμητικά. Ένα βλέμμα, πολλά βλέμματα παιχνιδιάρικά και ντροπαλά. Ένα κατά λάθος άγγιγμα και άλλο άγγιγμα τυχαίο, άγγιγμα που έφτανε στα έγκατα της ψυχής και τάραζε το ήρεμο νερό της. Ένα φιλί και άλλο φιλί. Μια ανάσα στην ανάσα και αυτή η ανάσα είχε γίνει μία!
Θα τα τινάξει όλα στον αέρα για ένα πάθος αβάσταχτο, για έναν παράνομο έρωτα. Θα τα τινάξει όλα στον αέρα, θα αφήσει πίσω τα χρόνια που τώρα πια της φαίνονταν χαμένα. Θα τα τινάξει όλα στον αέρα για να νιώσει ένα δράμα στην ψυχή της, μια συγκίνηση μοναδική και ανείπωτη. Θα τα τινάξει όλα στον αέρα και θα βουλιάξει στα πιο βαθιά νερά αλλά είναι σίγουρη ότι θα αναπνεύσει, θα βρει οξυγόνο να ανασάνει
Και κάπως έτσι λίγες μέρες μετά, το νερό της στένευε τα σωθικά της, την έπνιγε, της μίκραινε το μυαλό, την έκανε τρελή. Έχανε τον εαυτό της μέρα με τη μέρα και της άρεσε όλο και πιο πολύ. Στιγμές έντασης, παράνοιας, εξάρτησης, θυμού, έρωτα και μίσους. Μίσος που δεν θα γινόταν ποτέ αγάπη. Αγάπη που λησμόνησε και πόνεσε γι’ αυτήν. Τα λογικά της άργησαν να έρθουν. Μα το είχε ζήσει. Είχε ζήσει κάθε συναίσθημα που στένευε την ψυχή και ύστερα της έδινε φτερά και έπειτα της τα κόβε για να πέσει στην γη. Είχε γρατζουνιστεί, είχε φτάσει στα ουράνια και είχε πέσει αλλά τώρα ήταν πιο σταθερή για να σηκωθεί ξανά!
Τα είχε τινάξει όλα στον αέρα για ένα πάθος αλησμόνητο, για έναν έρωτα κλεμμένο.