Της Μαρίστης Μπουρνουσούζη
Αγοράζουμε πράγματα σαν άπληστα αγρίμια και μετά τα πετάμε στα σκουπίδια…
Έχουμε μεγαλώσει σε έναν κόσμο άπληστο! Έχουμε μάθει να καλύπτουμε τα κενά μας με υλικά πράγματα. Έχουμε μάθει ότι όλα μας δίνονται εύκολα και ο κόσμος μας ανήκει. Έχουμε μάθει ότι τα υλικά έχουν μεγαλύτερη αξία από τους ανθρώπους. Είναι πιο εύκολο να αγοράσεις ένα πράγμα από το να επενδύσεις σε ανθρώπινες σχέσεις. Καταναλώνουμε με μανία ο,τι νέο μας λανσάρουν και εύκολα και γρήγορα το βαριόμαστε και αναζητούμε για το νέο και το πιο ωραίο.
Οι πληροφορίες πλέον τρέχουν με ταχύτητα φωτός και μας ενημερώνουν για την ραγδαία αλλαγή των πραγμάτων. Και όλα αλλάζουν τόσο γρήγορα που δεν προλαβαίνουμε να ζήσουμε το παλιό γιατί έχει έρθει το καινούργιο πιο γρήγορα από ότι περιμέναμε. Η κατανάλωση υλιστικών προϊόντων γίνεται όλο ένα και πιο προσβάσιμη αλλά και καταστροφική. Δεν μπορούμε να ελέγξουμε τι αγοράζουμε. Αγοράζουμε άχρηστα αντικείμενα που μπορεί να μην τα χρησιμοποιήσουμε ποτέ και μετά από καιρό αντιλαμβανόμαστε το λάθος μας και απλά τα πετάμε.
Και παρόλο που αντιλαμβανόμαστε το λάθος, το κάνουμε ξανά και ξανά μέχρι να ικανοποιήσουμε το άπληστο ανικανοποίητο εγώ μας. Νέα ρούχα, νέα παπούτσια κάθε τόσο και μετά η κλασσική χαζή φράση «δεν έχω τι να βάλω». Νέο κινητό κάθε τόσο γιατί το παλιό δεν κάνει ό,τι κάνει το νέο. Νέο αυτοκίνητο, νέα έπιπλα… νέα πράγματα, νέα παιχνίδια για το παιδί.
Σε λίγο δεν χώρας πουθενά με όλο αυτό το «νέο». Προσπαθείς να τα κρατήσεις όλα γιατί δεν μπορείς να τα πετάξεις, δεν πάει η ψυχή σου, ίσως έχεις δεθεί συναισθηματικά με αυτά και δε σε αδικώ, όλοι το κάνουμε. Μαζεύεις και αυτό και εκείνο με την ελπίδα : «αυτό κάπου θα μου χρησιμέψει» και τελικά δεν σου χρησιμεύει ποτέ. Ψάχνεις δικαιολογίες να τα κρατήσεις όλα και αυτά που έχουν χαλάσει, έχουν φθαρεί. Όμως αδύνατον να χωρέσουν όλα αυτά στα ντουλάπια σου στη ζωή σου.
Έρχεται η ώρα να πετάξεις πράγματα και σε πιάνει η ψυχή σου. Σα να πετάς ανθρώπους νιώθεις. Ξέρεις πολύ καλά δεν είναι έτσι. Δεν σου προσφέρουν τίποτα πια όλα αυτά που με τη γνωστή μανία τα πήρες, τα χρησιμοποίησες ελάχιστα έως καθόλου και τα στοίβαξες μαζί με τα αλλά τα «παλιά» μέσα σε ντουλάπια και κουτιά. Μα δεν έχεις άλλο χώρο. Αυτός ο χώρος πρέπει να αδειάσει να αναπνεύσει, να ανανεωθεί. Και αφού αποφασίσεις ποια θα δώσεις και ποια θα πετάξεις λες μέσα σου αποφασιστικά αλλά καθόλου προσταχτικά: «δεν θα παίρνω τόσα πράγματα, τι να τα κάνω…»
Και σκέψου μόνο τούτο:
Ζούμε για να καταναλώνουμε ή καταναλώνουμε για να ζούμε;
Σε ποιο από τα δύο θα έβαζες τον εαυτό σου έτσι όπως είναι τώρα και σε ποιο θα ήθελες να το βάλεις…
Τροφή για σκέψη…