Της Μαρίστης Μπουρνουσούζη
Το παιδί μου ξεφύλλιζε το άλμπουμ μου και ξαφνικά έπεσε σε μια φωτογραφία ενός γάμου που είχα εντελώς ξεχάσει ή τουλάχιστον ήθελα να ξεχάσω. Με ρώτησε με τόση αθωότητα «ποια είναι αυτή με τις μπούκλες και τα λευκά, μπαμπά;» Δεν απάντησα αμέσως. Χάθηκα στις σκέψεις μου. Ήταν η Ασημίνα. Με σκούντηξε ανυπόμονα ο μικρός Αντρίκος και με ξαναρώτησε ποια ήταν αυτή η γυναίκα.
«Η Ασημίνα» του απάντησα κοφτά «μια παλιά γνωστή μου». Γνωστή μου; Πώς αλλιώς να την αποκαλούσα; Δεν είχα λόγια. Ήταν για εμένα…
«Και αυτός δίπλα της;» με διέκοψε ο γιος μου. Ήταν ο καλύτερος μου φίλος.
«Ένας φίλος μου» απάντησα τελικά, του έκλεισα το άλμπουμ και του είπα «ώρα για φαγητό».
Όμως, δεν είχα όρεξη. Η Ασημίνα ήταν ο μεγάλος μου έρωτας, ένας έρωτας ανεκπλήρωτος. Ο πατέρας της την προόριζε για ένα μεγάλο τζάκι και όχι για ένα φουκαρά, όπως ήμουν εγώ. Το ήξερα ότι και αυτή με αγαπούσε. Μου το είχε πει, μου το είχε δείξει, εκείνα τα βράδια που μας έλουζε το φως των αστεριών, εκείνα τα βράδια που την φιλούσα με πάθος. Όμως, η κοπέλα δεν έπρεπε να σηκώνει κεφάλι στην εποχή μας. Έπρεπε να ακούει τους γονείς της και να παντρεύεται από προξενιό. «Τα προξενιά φέρνουν τύχη, ενώ οι έρωτες φέρνουν μόνο κλάμα και μπελά» της έλεγε ο πατέρας της. Έτσι και η Ασημίνα ακολούθησε την τύχη της και παντρεύτηκε τον καλύτερό μου φίλο, ο οποίος αποδείχθηκε ο χειρότερος εχθρός μου. Ήξερε ότι ήμουν ερωτευμένος μαζί της, αλλά για εκείνον αυτός ο γάμος ήταν μια μεγάλη οικονομική συμφωνία και θα την έκανε όπως και να είχε.
Ήμουν και εγώ σε εκείνον τον γάμο. Καθόμουν σε μιαν άκρη και χαμογελούσα ανεπαίσθητα στην κάμερα. Ήμουν χαρούμενος για εκείνη, γιατί σίγουρα θα είχε μια ζωή που δεν θα της έλειπε τίποτα. Είχαμε μιλήσει πριν γίνει το προξενιό. Έκλαιγε και φοβόταν για αυτόν που θα της φέρουν.
Όταν είχε μιλήσει στο πατέρα της για εμένα, εκείνος την χαστούκισε και της είπε ότι εδώ μέσα θα γίνεται ό,τι λέει αυτός. Ήταν σκληρός άνθρωπος ο πατέρας της, και από τότε που είχε πεθάνει η μητέρα της είχε γίνει ιδιότροπος και μίζερος. Στην ουσία, η Ασημίνα μεγάλωσε ολομόναχη. Ένιωθε ότι ο πατέρας της την μισούσε και ότι του ήταν βάρος. Παρόλα αυτά βρήκε το κουράγιο να του μιλήσει. Εκείνη προσπάθησε για εμάς. Εγώ τι έκανα; Τίποτα. Κάθισα άπραγος και περίμενα το προξενιό και έπειτα τον γάμο.
Τα άφησα και εγώ στη τύχη τους. Δεν είπα τίποτα στον φίλο μου. Τα είπε όλα εκείνος πριν μιλήσω. Ήταν για εκείνον, μια επαγγελματική συμφωνία και δεν θα έκανε πίσω για κανέναν ψευτοέρωτα. Με είδε να βουρκώνω αλλά δεν λύγισε. Και εγώ σιώπησα. Δεν έκανα τίποτα για εκείνη. Ήμουν υπερήφανος και έμεινα με την υπερηφάνεια μου. Εκείνη πίστεψε σε εμένα. Πίστεψε ότι θα τα καταφέρω και εγώ την πρόδωσα στην πρώτη δυσκολία. Δεν άξιζα την αγάπη της.
Θυμάμαι εκείνο το βράδυ πριν τον γάμο της. Συναντηθήκαμε για τελευταία φορά. Τα μάτια της ήταν κατακόκκινα από το κλάμα. Είχε μέρες να με δει και πίστευε ότι είχα καταφέρει να αλλάξω γνώμη στον φίλο μου για το γάμο. Μέχρι και την τελευταία στιγμή εκείνη πίστευε σε εμένα και εγώ απλά της είπα το τελευταίο μου αντίο. Δεν αγωνίστηκα, απλά έφυγα από τον αγώνα με σκυφτό το κεφάλι. Εκείνο το βράδυ η Ασημίνα έκλαιγε και με έβριζε μέσα στα αναφιλητά της. Την φίλησα για τελευταία φόρα και χάθηκα στα σκοτάδια. Έμεινα όλο το βράδυ έξω στους δρόμους να τριγυρνάω σαν το αγρίμι.
Η Ασημίνα την επόμενη μέρα ξύπνησε και ήταν μία άλλη. Πήγα σπίτι της για τις ετοιμασίες. Ήθελα να την δω έστω και για λίγο. Θυμάμαι ακόμα πως παίζαμε μαζί στην αυλή της όταν ήμασταν παιδιά και είχαμε πει ότι όταν μεγαλώναμε θα παντρευόμασταν. Με υποδέχτηκε ψυχρά λες και ήμουν ένας ξένος. Ένα μαχαίρι καρφώθηκε στην κάρδια μου και σφράγισε τον έρωτα μου. Την είχα χάσει για πάντα. Έπρεπε να φύγω να πάω στο σπίτι του φίλου μου αλλά δεν μπορούσα να την αφήσω, κάτι με κρατούσε εκεί. Άρχισα να πίνω. Εκείνη το έπαιζε χαρούμενη και εγώ νευρίαζα όλο και πιο πολύ, όχι μαζί της αλλά με τον εαυτό μου. Την είχα αφήσει να φύγει. Αποφάσισα να κάνω μία τρέλα. Όταν έφτασε το αυτοκίνητο με τον οδηγό, πριν φύγουν, ο οδηγός πήγε τουαλέτα. Εκεί τον χτύπησα και τον άφησα αναίσθητο. Ήμουν πεπεισμένος. Θα έκλεβα την Ασημίνα. Δεν είχα κάποιο σχέδιο. Μες του πότου την ζάλη φάνταζα πιο δυνατός και θαρραλέος.
Μπήκα μες στο αμάξι και περίμενα. Μόνο που αυτό ήταν το λάθος αμάξι. Η νύφη μπήκε σε ένα άλλο ίδιο με το δικό μου, που ήταν παρκαρισμένο πιο πίσω. Την είδα να μπαίνει από τον καθρέφτη. Το αμάξι πέρασε από δίπλα μου. Κοιταχτήκαμε ευθεία στα μάτια. Κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Στο δικό μου αμάξι μπήκαν τα παρανυφάκια και μια άλλη κυρία.
Ήμουν τόσο ζαλισμένος που τράκαρα πάνω σε μια μουριά λίγο πριν φτάσουμε. Ήμουν δυστυχισμένος, τα είχα κάνει θάλασσα. Κατέβηκα από το αμάξι σαν τρελός και φώναζα το όνομα της. Από πίσω μου άκουγα φωνές από τα παρανυφάκια και τη γυναίκα. Με έβριζαν.
Η νύφη ανέβαινε τα σκαλιά της εκκλησίας. Με είδε να φωνάζω. Γύρισε με κοίταξε και εκεί έχασα τα λόγια μου. Κόλλησαν τα πόδια μου στη γη. Ήθελα να την αρπάξω και να αρχίσω να τρέχω. Ήθελα να την κάνω δική μου. Εκείνη με κοίταζε ανυπομονώντας να κάνω κάτι. Έκανε ένα βήμα προς το μέρος μου, έκανε και άλλο βήμα και κατέβηκε τα σκαλιά και τότε ο πατέρας της την άρπαξε από το χέρι και την οδήγησε δίπλα στο γαμπρό. Εκείνη σταμάτησε πάλι και με κοίταξε. Εγώ δεν σάλευα. Την κοίταζα, πόσο όμορφη ήταν και θυμήθηκα τα λόγια του φίλου μου: «εγώ τουλάχιστον θα την κάνω ευτυχισμένη, με εσένα θα πεινάσει, και όταν πεινάς δεν θα φας έρωτα για να χορτάσεις!»
«Περιμένετε τα παρανυφάκια» αυτό κατάφερα να πω και όλο μου το σχέδιο περί αρπαγής βούλιαξε. Εκείνη με κοίταξε με απέχθεια. Υπερήφανη γύρισε την πλάτη της και περίμενε τα παρανυφάκια που έρχονταν από πίσω μου ταλαιπωρημένα και λαχανιασμένα. Σε όλο τον γάμο ήμουν μεθυσμένος, έπινα ό,τι έβρισκα. Εκείνη ήταν σαν αρχόντισσα. Ακόμη την θυμάμαι να στήνεται στις φωτογραφίες, αλλά να μην γελάει. Εκείνη τη μέρα είχα χάσει την μεγάλη μου αγάπη. Δεν ήμουν άξιος για τέτοια αγάπη.