Εκεί μέσα στο βαθύ σκοτάδι προχωρούσα βιαστικός. Έψαχνα να την βρω. Το σώμα μου αποζητούσε να την αγκαλιάσει απεγνωσμένα.
Σταμάτησα για λίγο και πήγα και κάθισα σε ένα βράχο να ξαποστάσω. Οι ανάσες μου κοφτές και βαθιές σαν τα κύματα που κοχλάζουν στην αγριεμένη θάλασσα.
Οι σκέψεις μου μόνο σε αυτήν.
Θέλω να την βρω. Να την αγγίξω σα να είναι άμμος υγρή από την αλμύρα της θάλασσας και όταν νιώσει την ανάσα μου στην ανάσα της, πίσω από το λαιμό της θα της ψιθυρίσω μια λέξη με μοναδικό νόημα.
Γιατί με αυτήν την λέξη μπορώ να κινήσω βουνά και να βουλιάξω θάλασσες.
Γιατί με αυτήν την λέξη γνωρίζω ότι αναπνέω και ζω.
Και αυτή η λέξη δεν είναι άλλη παρά τούτη εδώ:
Α ι σ θ ά ν ο μ α ι
Άρα ζω. Ψυχή μου. Ζω…
Ανάσες και αισθήσεις ζωντανές.