Της Μαρίστης Μπουρνουσούζη
Η Μαρία μπήκε στο δωμάτιο της σαν τον κλέφτη. Ήταν αργά τη νύχτα. Το είχε πάρει απόφαση. Θα έφευγε από το σπίτι. Από ένα σπίτι γεμάτο ανθρώπους που την δίκαζαν για τις επιλογές της. Θα έφευγε και ας μην ήξερε που να πάει. Πήρε ένα σακβουαγιάζ. Το γέμισε με ρούχα. Πήρε και τον Τόντι, το αρκουδάκι της. Ήταν το δώρο της μάμας της στα τέταρτα γενέθλιας της. Ήταν και τα τελευταία γενέθλια που την είδε. Μέτα έφυγε μακριά… Δεν είχε ποτέ κανένα σημείο ζωής της. Για τον πατέρα της είχε πεθάνει!
Η γιαγιά της την κατηγορούσε πόσο της έμοιαζε και την πρόσταζε να μην γίνει σαν αυτήν. Η Μαρία, όμως, ήθελε πολύ να της μοιάσει. Να φύγει μακριά, όπως έκανε εκείνη πριν 12 χρόνια. Να τα εγκαταλείψει όλους και όλα και να ακολουθήσει τα όνειρα της σε άλλον γαλαξία.
Τώρα είχε αρχίσει να την καταλαβαίνει. Πώς να αναπνεύσεις σε ένα τέτοιο σπίτι με έναν άντρα σατράπη και τα επικριτικά πεθερικά. Οι σκέψεις της στέρεψαν και τα μάτια της βούρκωσαν, κουλουριάστηκε στο κρεβάτι, αγκαλιά με τον Τόντι. Ήταν το μοναδικό που κράτησε από εκείνη. Όλα τα άλλα, φωτογραφίες της, ρούχα της και δώρα τα πήρε όλα ο πατέρας της και τα έκαψε και μαζί με αυτά έκαψε και όλες της αναμνήσεις της. Όλα μέσα της μαύρισαν. Κενό.
Ήθελε τη μάμα της, να της πει μια ιστορία για να ηρεμήσει. Το μόνο που θυμόταν από εκείνη ήταν η ήρεμη φωνή της. Δεν είχε κανένα άλλο στοιχείο. Ούτε το όνομά της δεν θυμόταν. Σα να το είχε θάψει βαθιά μέσα της μαζί με τον πόνο που ένιωσε όταν την έχασε. Θα έμενε για να βρει πληροφορίες γι’ αυτήν. Θα πήγαινε να την βρει!
Βγήκε από το δωμάτιο και πήγε στο γραφείο του πατέρα της. Κάτι θα είχε μείνει πίσω. Ένα πτώμα πάντα αφήνει ίχνη πίσω του, πόσο μάλλον ένα «ζωντανό πτώμα». Και η μάμα της δεν είχε πεθάνει. Την ένιωθε κάθε βράδυ στα όνειρα της.
Τα πρώτα χρόνια ήταν εφιάλτες. Μέτα, το μυαλό της την ξέχασε για τα καλά και τώρα πάλι ο νους της την αναζητά. Αναζήτα το παιδί που ήταν τότε. Πόνεσε μόνο στ σκέψη της εγκατάλειψης, μιας εγκατάλειψης που ένιωθα χρόνια ολόκληρα. «Γιατί δεν με πήρες μαζί σου, μαμά» λύγισε τα πόδια και το κορμί της χύθηκε κάτω, «γιατί με άφησες σε αυτή την κόλαση να πολεμώ και να νιώθω μόνη. Ακόμη και το κοριτσάκι με τα σπίρτα είχε τη γιαγιά του, εγώ ποιον είχα. Ήσουν εγωίστρια! Άραγε με αγάπησες ποτέ;»
Δεν άντεξε ξεψύχησαν τα δάκρυα του και έσταξαν στο πάτωμα. Χτύπησε το χέρι της στο πάτωμα με δύναμη, πάλι και πάλι, μέχρι που άκουγε κάτι διαφορετικό από χτύπημα σε χτύπημα. Τώρα επικεντρώθηκε περισσότερο στον ήχο παρά στα δάκρυα της. Και ανακάλυψε ότι σε κάποιο σημείο, το ξύλο ήταν κούφιο, όπως ήταν και η ζωή της. Τράβηξε το ένα μαδέρι από το πάτωμα. Έβρισε που έσπασε το νύχι της αλλά συνέχισε για να βγάλει και άλλα δυο τρία μαδέρια. Όταν αποκαλύφθηκε το περιεχόμενο που υπήρχε κάτω απ’ το πάτωμα σάστισε και έμεινε να κοιτάει για ώρα την πελώρια μαύρη σακούλα που ήταν κρυμμένη κάτω απ΄ το πάτωμα. Φοβόταν να την ανοίξει…
Γράψτε το δικό σας τέλος. Τι περιείχε αυτή η μαύρη σακούλα; Τι επακολούθησε; Στείλτε μας στο maristi3339@gmail.com ή inbox ή σχόλιο στο Facebook.